
Οι αυτοκαταστροφικές και συγκεκριμένα οι συμπεριφορές αυτοτραυματισμού συναντώνται με συχνότητα στην κλινική εικόνα του Οριακού υποκειμένου (ασθενής με οριακή διαταραχή προσωπικότητας). Η ψυχιατρική οπτική προσεγγίζει την εν λόγω συμπεριφορά ως μια δυσλειτουργική στρατηγική διαχείρισης του έντονου συναισθηματικού φορτίου ή ως ένδειξη διαταραχής συναισθηματικής ρύθμισης. Είναι όμως μόνο αυτό; Είναι μόνο μια πράξη ενάντια στο ίδιο το υποκείμενο; Είναι μόνο μια εκδήλωση; Από ψυχαναλυτική σκοπιά, η πράξη του αυτοτραυματισμού οράται όχι μόνο στα όρια του πληγωμένου σώματος. Δεν είναι απλώς το σύμπτωμα ή μια ενοχλητική συμπεριφορά. Ο αυτοτραυματισμός είναι μια πράξη λόγου, μια πράξη που μιλάει, που αφηγείται την απελπισμένη απόπειρα του υποκειμένου να δημιουργήσει μια σχέση με τον Άλλο, εκεί που η γλώσσα έχει ήδη καταρρεύσει.
Ο αυτοτραυματισμός πρόκειται για την μη λεκτική κραυγή του οριακού υποκειμένου, όταν αδυνατεί να βρει θέση στον συμβολικό λόγο και επιχειρεί να εγγραφεί απεγνωσμένα δια του πραγματικού- μέσω του σώματος και του τραύματος (κραυγή χωρίς φωνή και λόγο που εγγράφεται, χαράσσεται στο σώμα). Ο αυτοτραυματισμός, δηλαδή, γίνεται η σημαίνουσα πράξη, μια μορφή πρωτογενούς ομιλίας του σώματος, μια πληγή που εκπέμπει (πόνο) ως φορέα υποκειμενικότητας. Η ίδια η πράξη συνεπώς αναφέρεται στον εαυτό αλλά απευθύνεται κατά κύριο λόγο στον Άλλο (στο γονέα, στην κοινωνική σκηνή, στο άμορφο βλέμμα που δεν υπήρξε ποτέ) και αιτείται, έστω μέσα από τον πόνο, να μπορεί να υπάρξει μια σχέση, ένα βλέμμα, ένας λόγος που θα απαντήσει.
Η επιθυμία του Άλλου και η δομή του υποκειμένου. Ο Jacques Lacan ορίζει τον Άλλο όχι απλώς ως ένα πρόσωπο, αλλά ως το πεδίο της γλώσσας, της κοινωνικής τάξης, του Νόμου, ο τόπος της επιθυμίας. Το υποκείμενο αναδύεται μόνο εφόσον κατοχυρωθεί μέσα στον λόγο του Άλλου, μέσα από τη γλωσσική ονοματοδοσία, την επιθυμία που στρέφεται προς αυτό, τη συμμετοχή του στον συμβολικό κόσμο. Σε περιπτώσεις όπου το Όνομα του Πατέρα (το σημαίνον που μεσολαβεί και εγγράφει το παιδί στον κοινωνικό λόγο) απουσιάζει ή δεν λειτουργεί επαρκώς, το υποκείμενο παραμένει σε ρευστή ή ασταθή θέση, παγιδευμένο σε φαντασιακές σχέσεις, άναρχα πάθη και ρήξεις του πραγματικού. Σε αυτό το πεδίο κινείται το οριακό υποκείμενο, ο «οριακός ασθενής», χωρίς σταθερή εγγραφή στο Συμβολικό, χωρίς σίγουρη θέση στον λόγο του Άλλου.

Το σώμα ως φωνή: Το τραύμα που μιλά. Όταν δεν υπάρχει λόγος, όταν οι λέξεις είναι αδύνατες, όταν το βλέμμα του Άλλου είναι τυφλό ή απειλητικό, τότε το σώμα αναλαμβάνει. Ο αυτοτραυματισμός δεν είναι τυχαία ή άλογη πράξη, είναι μια γλώσσα του σώματος, που μιλά εκεί που η συνείδηση σιωπά. Το αίμα γίνεται σημαίνον, η πληγή εγγραφή, το κάψιμο δήλωση παρουσίας. Η πράξη του αυτοτραυματισμού λειτουργεί ως επίκληση προς τον Άλλο.Η πράξη υποκαθιστά τη φωνή. Ο λόγος έχει καταρρεύσει· η συμβολική εγγραφή δεν υπήρξε ποτέ. Το σώμα γίνεται ο μόνος φορέας υποκειμενικότητας, ο μοναδικός τρόπος να «ειπωθεί» κάτι.

Η επικοινωνία με τον Άλλο ως πράξη επιβίωσης. Ο Lacan τονίζει ότι η επιθυμία είναι η επιθυμία του Άλλου. Το υποκείμενο δεν επιθυμεί αυθύπαρκτα, αλλά επιθυμεί να επιθυμείται. Στο οριακό υποκείμενο, αυτή η επιθυμία του Άλλου είναι ασαφής, τρομακτική, ή απούσα. Τότε, ο αυτοτραυματισμός γίνεται πράξη σχέσης, όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται. Το σώματα, χαράσσεται, τραυματίζεται για να υπάρξει σημασία. Το τραύμα γίνεται μέσο διαλόγου. Ο πόνος γίνεται ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί μια ανταπόκριση, έστω και τραυματική: «Ήθελα να δω αν νιώθω κάτι» είναι στην πραγματικότητα μια παραλλαγή του: «Ήθελα να δω αν υπάρχω. Κι αν υπάρχω για σένα».
Το βλέμμα του Άλλου: Σκηνή του δράματος. Ο αυτοτραυματισμός δεν είναι μια πράξη απομονωμένη. Είναι θεατρική πράξη, που συμβαίνει πάντα μπροστά ή προς τον Άλλο. Ο οριακός ασθενής που κόβεται λίγο πριν τη συνεδρία. Ο έφηβος που φωτογραφίζει τις πληγές του. Πρόκειται για σκηνοθεσία του πόνου, όχι για επίδειξη, αλλά για εγγραφή. Το βλέμμα του Άλλου είναι απαραίτητο, για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη. Το τραύμα χρειάζεται τον μάρτυρά του. Χωρίς αυτόν, παραμένει σιωπηλό και άγνωστο. Ο Lacan ορίζει το βλέμμα ως αντικείμενο α (objet petit a), το κομμάτι που λείπει, αυτό που ενεργοποιεί την επιθυμία, που μας καθιστά ζώντα. Στον οριακό ασθενή, αυτό το βλέμμα είτε λείπει είτε είναι απορριπτικό. Ο αυτοτραυματισμός γίνεται τότε η απέλπιδα απόπειρα να προκαλέσει αυτό το βλέμμα.
Από την πράξη στη λέξη, από τη σιωπή στο λόγο. Ο αναλυτής δεν καλείται να «θεραπεύσει» τον αυτοτραυματισμό με εργαλειακές τεχνικές. Καλείται να αναγνωρίσει τη θέση της πράξης μέσα στο σύμπτωμα, να την ακούσει ως κραυγή που ζητά σημασία, όχι απλώς ως σύμπτωμα προς εξάλειψη. Μόνο όταν ο αναλυτικός χώρος επιτρέψει στο υποκείμενο να επανεγγράψει την επιθυμία του στο λόγο, όταν δημιουργηθεί θέση για να ειπωθεί το άρρητο, τότε η ανάγκη για σωματική εγγραφή υποχωρεί. Ο στόχος δεν είναι η σιωπή του σώματος, αλλά η ενσωμάτωσή του στον λόγο. Όχι η απαγόρευση της πράξης, αλλά η μετατόπισή της, ώστε η πληγή να γίνει λέξη, και η κραυγή και το τραύμα να αποκτήσουν φωνή και νόημα.
Βιβλιογραφία:
- Jacques Lacan: Το Σεμινάριο, Βιβλίο XI: Τέσσερις Θεμελιώδεις έννοιες της ψυχανάλυσης.
- Jacques Lacan: Το Σεμινάριο, Βιβλίο III: Οι Ψυχώσεις.