Ο όρος «ναρκισσισμός» εμφανίζεται για πρώτη φορά στο έργο του Freud το 1910, αλλά αρχίζει να αποκτά κεντρικό ρόλο στην ψυχαναλυτική θεωρία μόνο μετά την έκδοση του έργου του «Για τον ναρκισσισμό: μια εισαγωγή» (Freud, 1914). Από τη στιγμή αυτή και μετά, ο Freud ορίζει τον ναρκισσισμό ως την επένδυση της libido στο εγώ, και τον αντιπαραθέτει στο αντικείμενο αγάπης, στο οποίο η libido επενδύεται σε αντικείμενα.
Ο Lacan αποδίδει μεγάλη σημασία σε αυτή τη φάση του έργου του Freud, αφού εντάσσει ξεκάθαρα το εγώ στα αντικείμενα της λιμπιντικής οικονομίας, και συνδέει τη γέννηση του εγώ με το ναρκισσιστικό στάδιο της ανάπτυξης. Ο ναρκισσισμός διαφέρει από το προηγούμενο στάδιο του αυτοερωτισμού (στο οποίο το εγώ δεν υπάρχει ως ενότητα), και κάνει την εμφάνισή του όταν «μια νέα φυσική πράξη» γεννά το εγώ.
Ο Lacan αναπτύσσει τη φροϋδική έννοια του ναρκισσισμού συνδέοντάς τη με τον μύθο του Νάρκισσου, από τον οποίο πήρε και το όνομά της. Ορίζει λοιπόν τον ναρκισσισμό ως την ερωτική έλξη της Κατοπτρικής Εικόνας.
Η ερωτική αυτή σχέση υποφώσκει στην πρωτογενή ταύτιση μέσα από την οποία δημιουργείται το εγώ στο στάδιο του καθρέφτη. Ο ναρκισσισμός διαθέτει τόσο ερωτικό όσο και επιθετικό χαρακτήρα. Είναι ερωτικός, όπως δείχνει ο μύθος του Νάρκισσου, αφού το υποκείμενο σαγηνεύεται σε μεγάλο βαθμό από την gestalt που συνιστά η εικόνα του. Είναι όμως και επιθετικός, αφού η ολότητα της κατοπτρικής εικόνας ξεχωρίζει από την ασυντόνιστη μη ενότητα του πραγματικού σώματος του υποκειμένου, και μοιάζει έτσι να απειλεί το υποκείμενο με αποσύνθεση. Στο γραπτό του «Περί της ψυχικής αιτιότητας», ο Lacan (1946) εισάγει τον όρο «ναρκισσιστική αυτοκτονική επιθετικότητα», για να εκφράσει το γεγονός ότι ο ερωτικός-επιθετικός χαρακτήρας της ναρκισσιστικής σαγήνευσης από την κατοπτρική εικόνα είναι δυνατόν να οδηγήσει το υποκείμενο στην αυτοκαταστροφή (όπως δείχνει εξάλλου και ο μύθος του Νάρκισσου). Η ναρκισσιστική σχέση συνιστά τη φαντασιακή διάσταση των ανθρωπίνων σχέσεων.