Οι Φοβίες ορίζονται συνήθως, στην ψυχιατρική, ως ένας υπερβολικός, παράλογος φόβος για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο (όπως ένα ζώο, μικρόβιο, αίμα κλπ) ή μια συγκεκριμένη κατάσταση (όπως η απομάκρυνση από το σπίτι, ασθένεια, υψόμετρο, κλειστός/ περιορισμένος χώρος, σκοτάδι κλπ).
Τα άτομα που εκδηλώνουν και πάσχουν από φοβίες βιώνουν έντονο Άγχος, κυρίως όταν έρχονται σε επαφή με το φοβικό αντικείμενο ή όταν βρεθούν στην κατάσταση που φοβούνται. Για να απομακρύνουν αυτό το ενδεχόμενο αναπτύσσουν «στρατηγικές αποφυγής», οι οποίες μπορούν να καταστούν τόσο σύνθετες ώστε να περιορίζουν σημαντικά τη ζωή τους.
Σύμφωνα με τον Lacan (σεμινάριο 1956-57), υπάρχει διαφορά μεταξύ φοβίας και άγχους: το άγχος εμφανίζεται πρώτο, και η φοβία συνιστά ένα αμυντικό μόρφωμα που μετατρέπει το άγχος σε φόβο επικεντρώνοντάς το σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.
Επιπρόσθετα, η φοβία, δεν αποτελεί αποκλειστικά αρνητικό φαινόμενο. Επιτρέπει στο υποκείμενο να σκεφθεί και να ζήσει με την τραυματική κατάσταση, εισάγοντας τη συμβολική διάσταση, ακόμα και αν κάθε λύση αυτού του τύπου είναι μια προσωρινή λύση.
Το φοβικό αντικείμενο είναι επομένως ένα φαντασιακό στοιχείο που είναι σε θέση να λειτουργεί ως ένα σημαίνον εξαιτίας του γεγονότος ότι χρησιμοποιείται για να αντιπροσωπεύσει οποιοδήποτε δυνατό στοιχείο από τον κόσμο του υποκειμένου.
Η θεραπευτική πρακτική των υποκειμένων που πάσχουν από φοβίες, επηρεασμένη από τη λακανική θεωρία, δεν στοχεύει απλά στην απευαισθητοποίηση του υποκειμένου ή στην απλή εξήγηση του φοβικού αντικειμένου.
Προσανατολίζεται στο να βοηθήσει το υποκείμενο να επεξεργαστεί όλες τις πιθανές διαφορετικές παραλλαγές στις οποίες ενέχεται το φοβικό σημαίνον και να εξαντλήσει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς των σημαινόντων στοιχείων διαλύοντας τη φοβία που συνθέτει τον ατομικό μύθο του υποκειμένου.