Η παρούσα μελέτη εκκινεί από τη φαινομενικά απλή, πλην εξαιρετικά φορτισμένη, φράση «Ο Οίκος του Εγώ». Ο όρος αυτός δεν λειτουργεί απλώς ως λογοπαίγνιο θεολογικής αντιστροφής – κατά το πρότυπο του «Οίκου του Θεού» – αλλά εγγράφεται ως μεταφορά ψυχαναλυτικής πρόκλησης. Διερωτάται κανείς: Μπορεί το Εγώ, ως φαντασιακή σύσταση, να κατοικηθεί; Υφίσταται δυνατότητα ενδοϋποκειμενικής εστίας, ενός τόπου όπου το Εγώ συγκροτείται, εγκαθίσταται και, έστω φαντασιακά, αντέχει το Πραγματικό;
Η λακανική τοπολογία αρνείται στο Εγώ κάθε μορφή αυθεντικότητας ή εσωτερικής σταθερότητας. Το Εγώ δεν είναι ο πυρήνας του υποκειμένου· είναι το αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους παρανόησης: της ταύτισης με μια εικόνα, όπως αναδύεται στο στάδιο του καθρέφτη (Lacan, 1949/2006). Εκεί, το βρέφος συλλαμβάνει για πρώτη φορά τον εαυτό του όχι ως βίωμα ενδοσωματικής διασποράς, αλλά ως ενιαία ολότητα: μια ψευδαίσθηση ενότητας που, ωστόσο, εγκαινιάζει την είσοδο του υποκειμένου στο φαντασιακό πεδίο.
Ο «οίκος» ως εννοιολογικό σχήμα εδώ, δεν είναι τόπος σταθερότητας, αλλά λειτουργεί ως σύμπτυξη των ψυχικών επενδύσεων του Εγώ γύρω από μια προβληματική χωρικότητα: το Εγώ δεν κατοικεί, αναζητά κατοίκηση. Ο Οίκος του Εγώ είναι ακριβώς η ψευδαίσθηση της κατοίκησης, η προσπάθεια απόκτησης φαντασιακής τοπικότητας μέσα σε έναν ψυχικό χώρο ρωγμώδη, διαπερατό από το Πραγματικό, το οποίο πάντοτε διαφεύγει του συμβολικού πλαισίου (Lacan, 1973).
Η εγγύτητα με τον «Οίκο του Θεού» λειτουργεί ειρωνικά: εκεί όπου ο θεολογικός οίκος προσφέρει άσυλο, σταθερότητα, συμβολική επανένταξη και νοηματική πληρότητα μέσω της Πίστης (Eliade, 1957), ο «Οίκος του Εγώ» παραπέμπει στη φαντασίωση πληρότητας, στην απατηλή σιγουριά ενός Εγώ που υποδύεται την ενότητα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί το προϊόν της αλλοτρίωσης από το βλέμμα του Άλλου. Ο λακανικός Άλλος είναι αυτός που δομεί το υποκείμενο μέσα από το λόγο· και ταυτόχρονα το αποσυναρμολογεί, αποκαλύπτοντας το κενό της υποκειμενικής ενότητας (Lacan, 1966).
Ο Οίκος του Εγώ, έτσι, αποκαλύπτει τη θεμελιακή έλλειψη που διατρέχει το υποκείμενο. Αν το Εγώ προσπαθεί να στεγάσει την ταυτότητα, τότε αυτός ο «οίκος» είναι ήδη κατοικημένος από απουσία. Δεν υπάρχει ούτε ως φυσική σταθερά ούτε ως ψυχικό έδαφος, αλλά ως τόπος φαντασίωσης: εκεί όπου το υποκείμενο επιχειρεί να φανταστεί την πληρότητά του για να αντέξει το τραύμα της έλλειψης. Η κατοίκηση αυτή είναι πάντοτε προσωρινή, ανολοκλήρωτη και διαρρέουσα, όπως διαρρέει και το Εγώ μέσα από τις σχισμές του Πραγματικού — εκεί όπου το σύμβολο αδυνατεί να συλλάβει το άρρητο της ψυχικής εμπειρίας.
Ο Οίκος του Θεού και ο Οίκος του Εγώ: από την Οντολογική Εγκατοίκηση στη Ρωγμώδη Επιθυμία: Στη χριστιανική κοσμοθεώρηση, ο «Οίκος του Θεού» συγκροτείται ως σταθερός οντολογικός τόπος: είναι η έδρα της Αλήθειας, η συμβολική εγγραφή της Θεϊκής Παρουσίας στον κόσμο. Δεν πρόκειται απλώς για ναό ή οικοδόμημα, αλλά για θεολογική αρχιτεκτονική, όπου κάθε στοιχείο του οικοδομεί το Άγιο — ένα σύστημα που προσφέρει τη δυνατότητα επανασύνδεσης του ανθρώπου με το Απόλυτο (Eliade, 1957). Η πίστη λειτουργεί εδώ ως εγγυητής ενότητας· η ένταξη στον Οίκο του Θεού προσφέρει επανανοηματοδότηση, ένταξη στον Λόγο και εντέλει λύτρωση.
Αντιθέτως, στον ψυχαναλυτικό ορίζοντα, το Εγώ δεν έχει τέτοια θεμέλια. Δεν προϋπάρχει ούτε είναι αυτοτελές. Όπως ήδη ανέδειξε ο Freud, το Εγώ είναι το αποτέλεσμα συμβιβαστικών διεργασιών, διαρκώς εκτεθειμένο στις πιέσεις του Εκείνου, των επιταγών του Υπερεγώ, αλλά και των απαιτήσεων της εξωτερικής πραγματικότητας (Freud, 1923/1961).
Η λακανική θεώρηση ριζοσπαστικοποιεί αυτή τη διάγνωση: το Εγώ είναι φαντασιακό μόρφωμα, σχηματισμένο μέσα από την πρωτογενή ταύτιση με την καθρεφτική εικόνα (Lacan, 1949/2006). Δεν έχει εσωτερικότητα, είναι μια επιφάνεια αντανάκλασης. Η εικόνα του σώματος, στην οποία το βρέφος ταυτίζεται, παράγει την ψευδαίσθηση ολότητας και συνοχής, αλλά αυτή η ταύτιση είναι ήδη αλλοτριωμένη: συγκροτείται μέσω της εξωτερικότητας, του βλέμματος, του Άλλου.
Η κατασκευή του Οίκου του Εγώ γίνεται μέσα από τον συμβολικό Λόγο, τον οποίο το υποκείμενο δεν κατέχει αλλά μάλλον κατέχεται από αυτόν (Kristeva, 1980). Η γλώσσα δεν αποτελεί χώρο λύτρωσης, αλλά πεδίο αδυναμίας: το Πραγματικό πάντοτε ξεφεύγει από το λόγο, εμφανίζεται ως συμπτώματα, αδυναμία ονοματοδοσίας, ως αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί — το ανείπωτο τραύμα.
Εν κατακλείδι: Ο Οίκος της Ρωγμής
Η αντινομία είναι ριζική: ο Οίκος του Θεού υπόσχεται την ενότητα, το νόημα, τη σωτηρία μέσω της πίστης και της επανένταξης στον Λόγο. Ο Οίκος του Εγώ, αντιθέτως, αποκαλύπτει το ασυνεχές, το ανοίκειο, το ρευστό. Κι όμως, σε αυτό το ανολοκλήρωτο, ίσως εντοπίζεται η αλήθεια του Υποκειμένου: όχι ως πλήρες Ον, αλλά ως τραυματισμένο υποκείμενο που επινοεί, κάθε φορά, έναν εσωτερικό τόπο κατοίκησης, χωρίς να τον κατέχει.
Ο Οίκος του Εγώ δεν είναι αρχιτεκτονική του Είναι, αλλά δομή της επιθυμίας. Μία επιθυμία κατοίκησης εκεί όπου υπάρχει κενό. Μια προσπάθεια κατασκευής ενός ενδιάμεσου χώρου μεταξύ του φαντασιακού, του συμβολικού και του Πραγματικού. Δεν υπόσχεται σωτηρία — αλλά εκθέτει την ανάγκη του υποκειμένου για μια στιγμή συνοχής, έστω φαντασιακής. Και αυτή η ανάγκη, όσο εύθραυστη κι αν είναι, αποτελεί τη ρίζα της ανθρώπινης εμπειρίας.
Βιβλιογραφία αναφορές:
Eliade, M. (1957). The Sacred and the Profane: The Nature of Religion. Harcourt.
Freud, S. (1961). The Ego and the Id (J. Strachey, Trans.). Norton. (Original work published 1923)
Kristeva, J. (1980). Pouvoirs de l’horreur: Essai sur l’abjection. Seuil.
Lacan, J. (2006). Écrits: The First Complete Edition in English (B. Fink, Trans.). Norton. (Original work published 1949)
Lacan, J. (1973). The Four Fundamental Concepts of Psychoanalysis. Norton.