Στις 28 Φεβρουαρίου 2023 και ώρα 23:22, τα δύο τρένα – ένα επιβατικό και ένα εμπορικό συγκρούστηκαν μετωπικά και ο χρόνος στα Τέμπη, σταμάτησε.
Ένα πολύνεκρο δυστύχημα σημειώθηκε. Πενήντα επτά συνάνθρωποι μας έχασαν τη ζωή τους γιατί απλά έβγαλαν ένα εισιτήριο στην αμαξοστοιχία του: πάμε και όπου βγει. Ένα χρόνο μετά από αυτήν την προαναγγελθείσα τραγωδία, τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Όλα μοιάζουν να βρίσκονται σε ακινησία, σε μια κανονικόμορφη καθήλωση. Οι οικογένειες των θυμάτων εξακολουθούν να θρηνούν τις δυσβάσταχτες απώλειες των αγαπημένων τους προσώπων και να ταλανίζονται μπροστά σε ένα κυκεώνα αναπάντητων ερωτημάτων, συναισθημάτων οδύνης, πένθους, θυμού, ενοχής και φόβου ότι τα αίτια, οι ευθύνες θα συγκαλυφθούν, και η αλήθεια θα μπαζωθεί.
Η προσμονή για δικαίωση των θυμάτων και δικαιοσύνη καθυστερεί να επιφέρει τη λύτρωση σε αυτή την τραγωδία, αφήνοντας το πένθος, των συγγενών των ατόμων που χάθηκαν, σε μια συναισθηματική αδράνεια, απλά να διαιωνίζεται. Η κοινωνία μετέωρη και μουδιασμένη αμφιβάλλει, ανησυχεί για το αν θα αποκαλυφθεί ποτέ η αλήθεια και αναρωτιέται υπαρξιακά για το αν θα αλλάξει κάτι.
Στα Τέμπη, όπως και σε άλλες πρόσφατες τραγωδίες, διαπιστώνουμε ότι η συχνότητα, το μέγεθος των συμβάντων, οι απώλειες, το τραυματικό αποτύπωμα που αφήνουν στα υποκείμενα και στην κοινωνία, έχουν αρχίσει να λαμβάνουν διαστάσεις κανονικότητας.
Το υποκείμενο, με συχνότητα πλέον, καλείται να κάνει (ή να μην κάνει) κάτι για τον κατακερματισμό του ψυχισμού του, να προσπαθήσει (ή να μην προσπαθήσει) να συνθέσει την εικόνα του ως όλον και να ταυτιστεί με αυτή, αποκτώντας μια φαντασιακή αίσθηση ελέγχου, ενότητας και ασφάλειας. Η θέση που λαμβάνει το υποκείμενο μπροστά στο τραυματικό συμβάν είναι αυτό που ορίζει τη μετέπειτα στάση του, την καθήλωση του ή την μετακίνηση του.
Στην Ψυχανάλυση, το τραύμα παραπέμπει σε συμβάν της ζωής το οποίο ορίζεται από την έντασή του, από την αδυναμία του υποκειμένου να το αντιμετωπίσει κατά τρόπο κατάλληλο και από τις παθογόνους επιπτώσεις διαρκείας που επιφέρει στην ψυχική οργάνωση.
Και στην περίπτωση του δυστυχήματος των Τεμπών, πολλά άτομα ταυτίστηκαν ή ταυτίζονται βάζοντας τους εαυτούς τους ή τα παιδιά τους στην θέση των επιβατών της αμαξοστοιχίας. Τραυματικά βιώνονται οι απώλειες από τους συγγενείς των θυμάτων αλλά και οι επιζώντες μπορεί να παρουσιάζουν εκδηλώσεις μετατραυματικού στρες. Στο σύνολο, στην κοινωνία, είναι ερώτημα αν μπορούμε να μιλήσουμε για έναν συλλογικό τραυματισμό. Ενδεχομένως, θα το προσδιορίζαμε ως συλλογικό πένθος. Πένθος με έντονα τα στοιχεία της απογοήτευσης, της αμφιθυμίας, της ευαλωτότητας, του φόβου, της ανασφάλειας.
Στην περίπτωση των Τεμπών, θρηνούμε ως υποκείμενα, συλλογικά, την απουσία του Νόμου. Όλων αυτών των συμβολικών συμβιβασμών και απαγορεύσεων που ως υποκείμενα δεχθήκαμε, όλων αυτών των συμβολικών Άλλων που μας είπαν ότι θα είναι εκεί για εμάς αλλά δεν ήταν. Όλων αυτών των κανόνων που μας υποσχέθηκαν ότι θα υπάρχουν αλλά δεν υπήρχαν, όλων αυτών των ορίων που δεχθήκαμε να τεθούν αλλά τελικά δεν τέθηκαν.
Στα Τέμπη, ως υποκείμενα θρηνούμε την χαμένη ναρκισσιστική μας ψευδαίσθηση ότι κάποιοι Άλλοι, υπήρχαν εκεί για την ασφάλεια μας αλλά ήταν απόντες. Θρηνούμε γιατί πιστέψαμε ότι οι κανόνες, οι μικροί και οι μεγάλοι Νόμοι, θα ήταν εκεί και μέσω της εφαρμογής τους θα νιώθουμε ως υποκείμενα ασφαλή και ενιαία, αλλά ήταν και αυτοί απόντες.
Στα Τέμπη, οι αμαξοστοιχίες συγκρούστηκαν, ο χρόνος σταμάτησε. Η κοινωνία σε μια ακινησία αιτείται απαντήσεις, αιτείται κάτι για το συμβάν. Ο νόμος (η δικαιοσύνη) αμφισβητείται ως προς τον ρόλο της και καθυστερεί να παρέμβει και να δώσει αυτό το κάτι. Οι υπεύθυνοι Άλλοι (ως κράτος, ως εταιρεία κλπ) αποποιούνται την ευθύνη τους, δηλώνουν ότι δεν έχουν να δώσουν κάτι και συμβολικά απαρνούνται το ρόλο τους. Σε αυτό το χωροχρονικό πλαίσιο το υποκείμενο βρίσκεται μπροστά στο συμβολικό κενό, στο τίποτα. Θρηνεί και αναζητάει απαντήσεις, προσπαθεί να ανακαλύψει τη στάση του απέναντι στους Άλλους και να δώσει νόημα στον κόσμο του, ζητάει πίσω τις χαμένες του ψευδαισθήσεις.
Home » Άρθρα ψυχολογίας » Η τραγωδία των Τεμπών: Το υποκείμενο μπροστά στο συμβολικό κενό, ο συλλογικός θρήνος και η ακινησία.