Η Θεωρία Δεσμού του Bowlby ακολουθεί ένα αναπτυξιακό μοντέλο και πρεσβεύει ότι το είδος και η ποιότητα της σχέσης που αναπτύσσει το βρέφος με τους γονείς/τροφούς κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του επηρεάζει την ψυχο-συναισθηματική του ανάπτυξη και τον τρόπο με τον οποίο θα διαμορφώσει τους συναισθηματικούς του δεσμούς (Pervin & John, 2001).
Οι συμπεριφορές δεσμού ή προσκόλλησης προς συγκεκριμένα άτομα του περιβάλλοντος του βρέφους έγιναν αντιληπτές από τον Bowlby ως μέρος ενός συμπεριφορικού συστήματος δεσμού (attachment behavioural system) το οποίο συνδέεται με ένα σύνολο μηχανισμών (γνωστικών, συμπεριφορικών, συναισθηματικών κτλ.) που ρυθμίζουν τη σχέση του ατόμου με το περιβάλλον. Το σύστημα λειτουργεί ως ένα είδος ενστίκτου με την τάση να εξασφαλίσει ασφάλεια, προστασία και κατ’ επέκταση προσαρμογή και επιβίωση στο περιβάλλον (Λαζαράτου, 2008). Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι όλα τα βρέφη έχουν την τάση να «δεθούν» ανεξάρτητα από το αν ο γονέας ανταποκρίνεται σε αυτή του την ανάγκη.
Υποστηρίζεται ότι καθώς το βρέφος αλληλοεπιδρά με το πρόσωπο προσκόλλησης, δηλαδή το κύριο πρόσωπο φροντίδας (συνήθως τη μητέρα), αναπτύσσει προσδοκίες για το βαθμό διαθεσιμότητας και τον τρόπο με τον οποίο το πρόσωπο αυτό ανταποκρίνεται στις ανάγκες του (Waters et al., 2002). Ο δεσμός αυτός χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση εγγύτητας και αίσθηση ασφάλειας και αφορά σε συμπεριφορές με διττή προσαρμοστική αξία καθώς έτσι εξασφαλίζεται η συναισθηματική σχέση με το κύριο πρόσωπο φροντίδας και παράλληλα διαμορφώνεται μια ασφαλής βάση για συμπεριφορές εξερεύνησης του περιβάλλοντος (Ευθυμίου & Ευσταθίου, 2001).
Υπό το πρίσμα αυτό το παιδί αναπτύσσει τη συμπεριφορά προσκόλλησης προς το άτομο εκείνο που πιστεύει ότι μπορεί να ανταποκριθεί όταν το καλέσει. Έτσι δημιουργείται το φαινόμενο της ασφαλούς βάσης. Όταν το παιδί νιώθει ασφαλές χρησιμοποιεί τη μορφή προσκόλλησης ως ασφαλή βάση και εξερευνά το περιβάλλον του.
Στην αρχή η εξερεύνηση στο χρόνο και χώρο είναι περιορισμένη όσο αυξάνεται η ηλικία, αυξάνεται και η χρονική διάρκεια και η απόσπαση της εξερευνητικής συμπεριφοράς.
Η ανάγκη για απάντηση εγγύτητας στο πρόσωπο ασφάλειας προκύπτει συνήθως όταν αποχωρίζεται το πρόσωπο προσκόλλησης ή όταν είναι κουρασμένο, αγχωμένο, φοβισμένο ή αισθάνεται άσχημα.
Η άμεση απαντητικότητα από το πρόσωπο φροντίδας και η ικανότητα του να μειώνει το άγχος και το φόβο του παιδιού είναι καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη του δεσμού πρόσδεσης (Pervin & John, 2001).
Στις περιπτώσεις που ο δεσμός αυτός διακόπτεται, η απώλεια της φιγούρας προσκόλλησης βιώνεται από το άτομο ως πραγματική απώλεια. Ο αποχωρισμός αυτός προκαλεί απελπισία και κατάθλιψη ενώ η απειλή της απώλειας προκαλεί άγχος. Το παιδί αντιδρά στην απώλεια της προστασίας με μια σειρά συμπεριφορών (Λαζαράτου, 2008).
Ο Bowlby, υποστήριξε ότι ο βαθμός στον οποίο η διαθεσιμότητα και η απαντητικότητα του κύριου προσώπου φροντίδας ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του βρέφους συμβάλλει στη σταδιακή δόμηση εσωτερικών λειτουργικών μοντέλων ή νοητικών αναπαραστάσεων για τον εαυτό, τους άλλους και τις μεταξύ τους σχέσεις, προς το τέλος περίπου του 1ου έτους. Τα μοντέλα αυτά συνδέονται με το συναίσθημα, έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο και επειδή βασίζονται στα επικοινωνιακά βιώματα της βρεφικής ηλικίας παρέχουν τη βάση για την ανάπτυξη προσδοκιών για μελλοντικές σχέσεις (Pervin & John, 2001).
Το λειτουργικό μοντέλο για τον εαυτό περιλαμβάνει τις πεποιθήσεις που έχει το παιδί για το αν είναι άξιο αγάπης και φροντίδας, ενώ το εσωτερικό μοντέλο των άλλων περιλαμβάνει πεποιθήσεις και προσδοκίες του παιδιού για το αν το πρόσωπο προσκόλλησης είναι συναισθηματικά διαθέσιμο και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του (Παπανικολάου & Ρόβλια, 1998).
Ο Bowlby υποστήριξε ότι ο τύπος της προσκόλλησης, όπως αυτός σχηματοποιείται στα πρώτα στάδια της ζωής του παιδιού, επηρεάζει καθοριστικά την ανάπτυξη της εμπιστοσύνης προς τον εαυτό και τους άλλους, ενώ παράλληλα διαμορφώνεται η ευκαμψία του και η απαντητικότητα του στις αγχογόνες καταστάσεις. Τα μοντέλα αυτά δύσκολα μεταβάλλονται, γενικεύονται στις σχέσεις πέρα από την παιδική ηλικία και σε διαφορετικούς τύπους σχέσεων στην εφηβεία και ενηλικίωση. Η δυνατότητα μετάλλαξης των ενεργών μοντέλων από ασφαλή σε ανασφαλή ή το αντίστροφο στην εφηβεία ή την ενηλικίωση είναι σχετικά περιορισμένη. Εντούτοις αφήνει το ενδεχόμενο κάτι τέτοιο να συμβεί (Waters et al., 2002)), μέσα από τη βίωση επανορθωτικών συναισθηματικών εμπειριών όπως αυτές προκύπτουν από τη δημιουργία νέων δεσμών προσκόλλησης (Παπανικολάου & Ρόβλια, 1998).
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Ευθυμίου, Κ. & Ευσταθίου, Γ. (2001). Διαταραχές της Σεξουαλικής Επιθυμίας και της Θεωρίας Προσκόλλησης. Ανήρ, 3, 111-114.
Λαζαράτου, Ε. (2008). Άγχος Αποχωρισμού. Στο Β. Αλεβίζος (Επιμ.), Άγχος, Ιατρικές και Κοινωνικές Διαστάσεις, σελ. 389-402. Αθήνα: ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις.
Παπανικολάου, Κ. & Ρόβλια, Τ. (1998). Θεωρία Προσκόλλησης: Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας. Στο Γ. Μπουλουγούρης (Επιμ.), Θέματα Γνωσιακής και Συμπεριφοριστικής Θεραπείας, (Τόμος Β), σελ. 23-44. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Pervin, L.A. & John, O.P. (2001). Θεωρίες Προσωπικότητας: Έρευνα και Εφαρμογές. Α. Αλεξανδροπούλου & Ε. Δασκαλοπούλου (μεταφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις Τυποθύτω.
Waters, E., Crowell, J., Elliott, M., Corcoran, D. & Treboux, D., (2002). Bowlby’s Secure base and Social/Personality Psychology of Attachment Styles: Work(s) in Progress. Attachment and Human Development, 4, 230-242.