Η Γνωσιακή Θεωρία υποστηρίζει ότι οι φοβικές διαταραχές προκύπτουν από λανθασμένη και υπερβολική εκτίμηση κινδύνου σε αντικειμενικά μη απειλητικές καταστάσεις.
Η βιβλιογραφία δείχνει ότι οι ασθενείς με αγχώδεις διαταραχές υπερεκτιμούν συστηματικά την πιθανότητα ή το τίμημα αρνητικών γεγονότων σε διάφορες καταστάσεις. Η υπερεκτίμηση της αρνητικής έκβασης είναι υπεύθυνη για τη διατήρηση των φοβικών διαταραχών και οδηγεί σε συνεχή αποφυγή της κατάστασης ή του αντικειμένου (Marks & Dar, 2000).
Όσον αφορά στην περίπτωση των Ειδικών Φοβιών, οι D. Westbrook, H. Kennerley και J. Kirk (2010) στο βιβλίο τους με τίτλο: Εισαγωγή στη Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία, θεωρούν ότι δεν υπάρχει ένα τεκμηριωμένο επιστημονικά γνωσιακό μοντέλο για την περίπτωση των ειδικών φοβιών. Παρόλα αυτά, αναφέρουν το μοντέλο των Kirk και Rouf (2004), στο οποίο προτείνεται ότι τα άτομα που αντιμετωπίζουν ειδικές φοβίες (π.χ φοβία για ένα συγκεκριμένο ζώο ή έντομο) βρίσκονται σε μια υπερ-επαγρύπνηση ώστε να εντοπίσουν πιθανές ενδείξεις απειλής.
Βάσει αυτού, θεωρείται ότι ο γνωσιακός κύκλος της ειδικής φοβίας έχει ως αφετηρία την εστίαση του ατόμου, που βιώνει τη φοβία, στην αντιλαμβανόμενη απειλή και στην επιλεκτική προσοχή των σημαδιών του φόβου μέσα σε ένα κλίμα υπερ-επαγρύπνησης.
Η αντίληψη μιας απειλής, είτε είναι η συγκεκριμένη φοβογόνα κατάσταση ή αντικείμενο (π.χ αίμα) είτε μια παρερμηνεία της (π.χ. κόκκινη μπογιά στο πάτωμα) αποτελεί το εκλυτικό γεγονός το οποίο πυροδοτεί τη φοβική αντίδραση. Μια αντίδραση η οποία περιλαμβάνει φυσιολογικά στοιχεία (σωματικές εκδηλώσεις με στόχο την προετοιμασία του σώματος για φυγή ή μάχη) και ψυχολογικά (π.χ. άγχος, εκνευρισμό, τρόμο, καταστροφικές σκέψεις κ.α).
Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με την υπερεκτίμηση της πιθανότητας βλάβης, από την πλευρά του ατόμου, και την υποτίμηση της ικανότητας του να αντιμετωπίσει την κατάσταση (π.χ. θεωρεί ότι το υποτιθέμενο αίμα (= κόκκινη μπογιά) είναι δικό του, κάπου αιμορραγεί, θα λιποθυμήσει ή θα πεθάνει από αιμορραγία), δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο που διατηρεί τη φοβία του.
Η κατάσταση αυτή που μόλις περιγράφηκε συνήθως οδηγεί στο να αυξηθούν περισσότερο οι φυσιολογικές και ψυχολογικές αντιδράσεις του ατόμου ως συνέπεια του άγχους. Κάτι το οποίο με τη σειρά του επιφέρει επιπρόσθετη δυσφορία και παρερμηνεία της κατάστασης.
Για παράδειγμα, είναι πιθανόν να γίνονται αντιληπτές ως απειλητικές και οι σωματικές του αντιδράσεις (π.χ. αφού είμαι αγχωμένος, έχω ταχυκαρδία και δεν αναπνέω καλά άρα πρόκειται για μια πολύ απειλητική κατάσταση- πρέπει να κάνω κάτι γρήγορα γιατί αλλιώς κινδυνεύω άμεσα να πάθω κάτι κακό….). Οι σκέψεις αυτές προκαλούν επιπλέον άγχος (Westbrook et al., 2010).
Η επιπλέον, όμως, επικέντρωση του ατόμου σε αυτές λειτουργεί εις βάρος της συμπεριφοράς προσαρμογής. Και αυτό γιατί αντί να αναζητείται τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης, ο πάσχων, υπό το βάρος των αρνητικών κρίσεων του εαυτού, απλά επιλέγει πρόχειρες λύσεις μείωσης της δυσφορίας και του άγχους (Δίκαιος, 2008).
Οι συμπεριφορές αυτές ασφαλείας περιλαμβάνουν είτε την άμεση αποφυγή συγκεκριμένων χώρων, καταστάσεων στα οποία υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να βρεθεί αντιμέτωπος με το φοβογόνο ερέθισμα, είτε τη συγκαλυμμένη αποφυγή των καταστάσεων που φοβάται (π.χ. το άτομο κουβαλάει αρωματικά έλαια για να αποτρέψει τη λιποθυμία που θα πάθει μπροστά στη θέα αίματος).
Η υιοθέτηση, όμως, αυτών των τακτικών εμποδίζει τη διάψευση των αγχωδών προβλέψεων και συμβάλει στη συντήρηση των πεποιθήσεων του πάσχοντα γύρω από το φοβογόνο αντικείμενο.
Το άτομο αποτυγχάνει να μάθει ότι αυτό που θεωρεί ως χειρότερο δεν συμβαίνει. Ο φόβος του παραμένει απρόκλητος και έτσι εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια διαρκή υπερ-επαγρύπνηση αναζητώντας νέες ενδείξεις απειλής και σημάδια φόβου.
Στην ουσία δηλαδή, το άτομο που βιώνει ειδική φοβία εγκλωβίζεται σε ένα φαύλο μέσα στον οποίο συντηρείται η φοβία του από τις παρερμηνείες του, τις αγχώδεις αντιδράσεις και προβλέψεις του και τις λανθασμένες συμπεριφορές αντιμετώπισης της (Δίκαιος, 2008).
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η διατήρηση της φοβίας στο άτομο μπορεί τα επιτευχθεί και μέσω δευτερογενών γνωσιών, οι οποίες προκύπτουν από την αντίληψη, την εικόνα που διαμορφώνει το άτομο για τον εαυτό του σε σχέση με την απειλή και την αντιμετώπιση της.
Το άτομο δηλαδή, ενώ μπορεί και αναγνωρίζει το παράλογο της φοβίας του -ιδίως όταν δεν βρίσκεται σε ένταση ή δεν είναι πλησίον του φοβογόνου αντικείμενου ή της κατάστασης, εάν βρεθεί σε επαφή με τα ερεθίσματα που φοβάται δεν καταφέρνει να διατηρήσει τη σκέψη του, τις συναισθηματικές και συμπεριφορικές του αντιδράσεις σε ένα εξίσου λογικό επίπεδο (αναφορικά με τη φοβία).
Αντιθέτως, κινητοποιείται έντονα και αυτόματα προς το συναίσθημα του φόβου και ακολουθούν οι σωματικές εκδηλώσεις του φόβου (ταχυκαρδία, τρόμος, ναυτία, αίσθημα αδυναμίας ή λιποθυμίας, κρίση πανικού, έντονη τάση φυγής).
Σε ένα πρώτο επίπεδο, κάτι τέτοιο οφείλεται στην αγχώδη υπερπροσπάθεια του να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τη φοβία με συνέπεια οι πρωτογενείς του γνωσίες να εγκλωβίζονται στη λανθασμένη εκτίμηση και αξιολόγηση της απειλής.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η αδυναμία επίλυσης της δυσφορίας που βιώνει το άτομο καθώς και ο φόβος για τις μελλοντικές απειλές από το φοβογόνο ερέθισμα δημιουργούν μια σειρά από σκέψεις αυτοκατηγορίας, αναξιότητας και ενοχής.
Συγκεκριμένα, η απομάκρυνση του ατόμου από τα ερεθίσματα που κινητοποιούν το φόβο του, το κάνουν να νιώθει ηττημένο, ντροπιασμένο ή οργισμένο με τον εαυτό του, διότι δεν κατάφερε να ελέγξει το φόβο.
Επιπλέον, κατακλύζεται από σκέψεις, όπως «Είμαι ανόητος που φοβάμαι, στο τέλος θα τρελαθώ, δεν μπορώ να ξεφύγω, δεν θα τα καταφέρω» που μειώνουν την αυτοεκτίμηση του, ενισχύουν το άγχος του και άρα και τη φοβία.
Συμπεριφορικά, αρχίζει να αποφεύγει συστηματικά οποιαδήποτε κατάσταση συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την πιθανότητα να έλθει σε επαφή με το φοβογόνο παράγοντα και οργανώνει με τέτοιο τρόπο τη ζωή του προκειμένου να αποφεύγει ό, τι φοβάται (Westbrook et al., 2010).
Έτσι, μπορεί να απαρνηθεί πράγματα πολύ σημαντικά γι’ αυτόν (π.χ. εργασία, σχέση) ή να δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα στους οικείους του προκειμένου να μην αναγκαστεί να εκτεθεί σε αυτό που φοβάται.
Η συμπεριφορά αποφυγής, όπως γίνεται εύλογα αντιληπτό, μπορεί να οδηγήσει σε μια μορφή «αναπηρίας».
Ο βαθμός της οποίας εξαρτάται εκτός από τη βαρύτητα της φοβικής διαταραχής και από τη συχνότητα αναγκαστικής έκθεσης του ατόμου στη φοβογόνο κατάσταση ή αντικείμενο (Δίκαιος, 2008).
Βιβλιογραφικές αναφορές
- Δικαιος, Δ. (2008). Φοβικές Διαταραχές. Στο Β. Αλεβίζος (Επιμ.), Άγχος, Ιατρικές και Κοινωνικές Διαστάσεις, σελ. 341-356. Αθήνα: ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις.
- Marks, I. & Dar, R. (2000). Fear reduction by psychotherapies recent findings future directions. British journal of psychiatry, 176, 507-511.
- Westbrook, D., Kennerley, H. & Kirk, J. (2010). Εισαγωγή στη Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία. Α. Καλαντζή-Αζίζι & Κ. Ευθυμίου (Επιμ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.