Τα άτομα με ΙΨΑΔ, σύμφωνα με τη γνωσιακή θεωρία, έχουν διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο προφίλ το οποίο συνίσταται από γνωσιακά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά. Σύμφωνα, με τον Salkovskis (1985, 1989), στα άτομα αυτά, οι ιδεοληψίες λειτουργούν ως στρεσογόνα ερεθίσματα σε ένα ευάλωτο ή ευαίσθητο γνωσιακό όργανο. Το τελευταίο οφείλει την ευαισθησία του στην παρουσία γνωσιακών σχημάτων με ιδεοψυχαναγκαστικές ιδιότητες ως συνέπεια των πρώιμων εμπειριών στη ζωή τους (Παπακώστας, 1994).
Η ύπαρξη τέτοιου τύπου σχημάτων έχει σημαντικό ρόλο στην δυσλειτουργική επεξεργασία των πληροφοριών και κατ’ επέκταση και των ιδεοληψιών. Τα γνωσιακά σχήματα, σύμφωνα με τον McFall (1979), μπορεί να έχουν το ακόλουθο περιεχόμενο:
«κάποιος πρέπει να είναι τέλειος», «η διάπραξη λάθους οδηγεί σε τιμωρία και καταδίκη», «το άτομο μπορεί να εμποδίζει την ύπαρξη δυσμενών συνεπειών», «το άτομο μπορεί να εμποδίζει την ύπαρξη δυσμενών συνεπειών», «ορισμένες σκέψεις και αισθήματα είναι απαράδεκτα και μπορεί να οδηγήσουν σε καταστροφή» (Clark, 2007).
Επιπρόσθετα, σε άλλα σχήματα το γνωσιακό τους περιεχόμενο μπορεί να παρουσιάζει συγχώνευση μεταξύ της σκέψης και της πράξης (Westbrook et al., 2010). Όπως για παράδειγμα, «το να έχεις μια σκέψη για μια πράξη είναι σαν να έχεις κάνει την πράξη αυτή», «το άτομο μπορεί και πρέπει να κυριαρχεί πάνω στις ιδέες», «το να μην προσπαθείς να διορθώσεις μια κακή ιδέα που μπήκε στο μυαλό σου είναι παρόμοιο ή ισοδύναμο με το να θέλεις ή να αποζητάς αυτό που εκφράζει η ιδέα» (Παπακώστας, 1994).
Επίσης, τα σχήματα μπορεί να αναφέρονται και στο αυξημένο αίσθημα της ευθύνης, «έχω τη δύναμη και την υποχρέωση να αποτρέψω να συμβούν άσχημα πράγματα»(Westbrook et al., 2010).
Σημειώνεται ότι, τα προαναφερθέντα σχήματα είναι ενδεικτικά καθώς σε κάθε περίπτωση μπορεί να διαμορφώνονται με διαφορετικό τρόπο. Εντούτοις, γίνεται αντιληπτό ότι, σχεδόν πάντα εμπλέκεται ένα στοιχείο ενοχής, ελέγχου, απειλής (Wilhelm & Steketee, 2006). Ο Salkovskis (1985), έδωσε κεντρικό ρόλο στη λειτουργία του σχήματος «ευθύνης» στην εκδήλωση της ΙΨΑΔ και υποστήριξε ότι τα άτομα συχνά αισθάνονται υπεύθυνα για οτιδήποτε κακό συμβαίνει. Άλλες πεποιθήσεις που έχουν προταθεί είναι: η υπερβολική σημασία των σκέψεων, η υπερβολική έγνοια για τη σημασία που έχει να ελέγχουμε τις σκέψεις μας, η υπερεκτίμηση της απειλής, η δυσανεξία στην αβεβαιότητα και τελειοθηρία.
Τα στοιχεία αυτά μέσω γνωστικών διεργασιών αλληλεπιδρούν με το περιεχόμενο των ιδεοληψιών σε μια προσπάθεια να δοθεί μια ερμηνεία. Η διαδικασία αυτή εμπεριέχει διεργασιακά λάθη και προκαλεί μια σειρά από Αυτόματες Αρνητικές Σκέψεις (ΑΑΣ).
Όσον αφορά στα διεργασιακά λάθη, είναι χαρακτηριστική η καταστροφική παρερμηνεία των ιδεοληψιών και η υπερβολική εκτίμηση αυτών ως απειλή. Η διαστρεβλωμένη αντίληψη των καταστάσεων και η παρερμηνεία αυτών συχνά περιλαμβάνει την παρερμηνεία και των σωματικών συμπτωμάτων, που ενδεχομένως συνυπάρχουν με τις ιδεοληψίες, ως ένδειξη απώλειας ελέγχου και απειλής, με συνέπεια την εμφάνιση περισσότερων ιδεοληψιών. Επιπλέον, άλλα διεργασιακά λάθη μπορεί να είναι η απόλυτη διπολική σκέψη, η μαγική σκέψη (Παπακώστας, 1994), η συναισθηματική λογική, το αυθαίρετο συμπέρασμα (Westbrook et al., 2010).
Οι Αυτόματες Αρνητικές Σκέψεις που συνήθως παράγονται αφορούν:
Λανθασμένα συμπεράσματα για τον έλεγχο: «αν δεν μπορώ να ελέγξω τις σκέψεις μου τότε μπορεί να χάσω τον έλεγχο της συμπεριφοράς».
Υπερ-υπευθυνότητα: «κατηγορώ τον εαυτό μου που αφήνω τέτοιες σκέψεις να μπαίνουν στο μυαλό μου».
Δυνατότητα αξιολόγησης: «πρέπει να είμαι ικανός να κλείνω ολοκληρωτικά το νου μου σε αυτή την σκέψη».
Υπερεκτίμηση της απειλής: «αν χάσω τον έλεγχο στις σκέψεις βίας που έχω θα καταλήξω να βλάψω κανέναν».
Διασφάλιση σιγουριάς-ασφάλειας: «πρέπει να σταματήσω να σκέφτομαι την ιδεοληψία αμέσως».
Τελειότητα: «δεν πρέπει να υπάρχει ούτε κόκκος σκόνης στο δωμάτιο μου που θα μπορούσε να με μολύνει» (Clark, 2007).
Οι Αυτόματες Αρνητικές Σκέψεις εξαιτίας του νοήματος που αποδίδουν στις ιδεοληψίες καθορίζουν με τη σειρά τους τα συναισθήματα και τις επακόλουθες συμπεριφορικές αντιδράσεις. Τα συναισθήματα μπορεί να αφορούν: άγχος (φοβάμαι μη χάσω τον έλεγχο και κάνω κακό), ντροπή (αυτές οι σκέψεις είναι ανεπίτρεπτες, δεν θα τολμούσα να τις πω σε κανέναν), κατάθλιψη (κάτι δεν πάει καλά με μένα… είμαι ανήθικος… άχρηστος).
Όσον αφορά στις συμπεριφορικές αντιδράσεις αυτές παρουσιάζονται ως μια τάση να πάρουν μέτρα ώστε να «διορθώσουν» κατά κάποιο τρόπο τα πράγματα για να μη συμβεί το περιεχόμενο των ιδεοληψιών.
Οι συμπεριφορές αυτές στοχεύουν είτε στην πρόληψη εμφάνισης των ιδεοληψιών (αποφευκτική συμπεριφορά) είτε είναι στρατηγικές τερματισμού, εξουδετέρωσης ή ουδετεροποίησης αυτών (αποτροπή της προσοχής, διαβεβαίωση, ψυχαναγκαστική συμπεριφορά) (Παπακώστας, 1994). Οι αντιδράσεις αυτές, μπορεί να εμφανίζονται σε υπερβολικό βαθμό και με καταπιεστικό τρόπο, είναι στην ουσία πιο υποφερτές από ότι τα αισθήματα ενοχής που προκύπτουν από τις παρείσακτες, απαράδεκτες παρορμήσεις και ιδεοληψίες (Παπακώστας, 1994).
Βιβλιογραφικές Αναφορές
- Παπακώστας, Ι. (1994). Γνωσιακή ψυχοθεραπεία: Θεωρία και πράξη. Αθήνα: Ινστιτούτο Έρευνας της Συμπεριφοράς.
- Clark, A.D. (2007). Cognitive Behavioral Therapy for OCD. New York: The Guilford Press.
- Westbrook, D., Kennerley, H. & Kirk, J. (2010). Εισαγωγή στη Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία. Α. Καλαντζή-Αζίζι & Κ. Ευθυμίου (Επιμ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.