Σύμφωνα με τα κριτήρια διάγνωσης του DSM-IV-TR, το άτομο που πάσχει από Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (ΙΨΑΔ) πρέπει να χαρακτηρίζεται από τα εξής:
Α. Είτε ιδεοληψίες είτε ψυχαναγκασμούς:
Οι Ιδεοληψίες πρόκειται για επαναλαμβανόμενες και επίμονες σκέψεις, παρορμήσεις και εικόνες, οι οποίες βιώνονται κάποιες φορές κατά τη διάρκεια της διαταραχής σαν παρείσακτες και απρόσφορες και προκαλούν έντονο άγχος ή ενόχληση.
Οι σκέψεις, οι παρορμήσεις ή οι εικόνες δεν αποτελούν απλά υπερβολικές ανησυχίες για προβλήματα της πραγματικής ζωής.
Το άτομο προσπαθεί να αγνοεί ή να καταστέλλει τέτοιες σκέψεις, παρορμήσεις ή εικόνες ή να τις εξουδετερώνει με κάποια άλλη σκέψη.
Το άτομο αναγνωρίζει ότι οι ιδεοληπτικές σκέψεις, παρορμήσεις ή εικόνες αποτελούν προϊόν του δικού του νου και δεν επιβάλλονται από έξω όπως συμβαίνει στην παρεμβολή της σκέψης.
Οι Ψυχαναγκασμοί αναφέρονται σε επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ή νοερές πράξεις, τις οποίες το άτομο αισθάνεται αναγκασμένο να εκτελέσει σε απάντηση μιας ιδεοληψίας ή σύμφωνα με κανόνες οι οποίοι πρέπει να εφαρμοστούν αυστηρά.
Οι συμπεριφορές ή οι νοερές πράξεις αποβλέπουν στην αποτροπή ή τη μείωση της ενόχλησης ή στην αποτροπή κάποιου απευκταίου γεγονότος ή κατάστασης. Ωστόσο, οι συμπεριφορές αυτές ή οι νοερές πράξεις δεν συνδέονται με ρεαλιστικό τρόπο με αυτό για το οποίο έχουν σχεδιαστεί να εξουδετερώνουν ή να αποτρέπουν ή είναι σαφώς υπερβολικές.
Β. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της πορείας της διαταραχής, το άτομο έχει αναγνωρίσει ότι οι ιδεοληψίες ή οι ψυχαναγκασμοί είναι υπερβολικοί ή παράλογοι. Για τα παιδιά όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Γ. Οι ιδεοληψίες και οι ψυχαναγκασμοί προκαλούν έκδηλη ενόχληση, είναι χρονοβόροι (απαιτούν περισσότερο από μια ώρα την ημέρα) ή παρεμποδίζουν σημαντικά τις συνήθεις καθημερινές δραστηριότητες, την επαγγελματική (ή σχολική) δραστηριότητα ή τις συνήθεις κοινωνικές δραστηριότητες ή σχέσεις.
Δ. Αν είναι παρούσα κάποια άλλη διαταραχή από τον Άξονα I, το περιεχόμενο των ιδεοληψιών ή των ψυχαναγκασμών δεν περιορίζεται σε αυτή.
Ε. Η διαταραχή δεν οφείλεται στις άμεσες φυσιολογικές δράσεις μιας ουσίας ή σε γενική σωματική κατάσταση (Γκοτζαμάνης, 2004).
Ιδεοληψίες με φανερούς και μη φανερούς ψυχαναγκασμούς. Περιγραφή και παράδειγμα για την κάθε περίπτωση.
Οι ιδεοληψίες γίνονται αντιληπτές ως «επικίνδυνες» και προκαλεί ιδιαίτερο φόβο τόσο η ύπαρξη τους όσο και η απρόσμενη εμφάνιση τους. Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, το περιεχόμενο τους αφορά κυρίως θέματα που έχουν να κάνουν με: προσωπική ανηθικότητα, εξωτερική εμφάνιση, επίδοση, προσωπική υγεία, απασχόληση με το θάνατο, βρωμιά, κίνδυνο μόλυνσης, κακό που μπορεί να πάθει το ίδιο το άτομο ή κάποιοι άλλοι. Επιπρόσθετα, οι σκέψεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν όλα τα πιθανά, μη ουσιώδη πράγματα, που στην προσωπική ζωή του ατόμου δεν φαίνεται να έχουν θέση και ρόλο (Hoffmann, 2009).
Οι ιδεοληψίες συνοδεύονται από ψυχαναγκασμούς μέσω των οποίων επιχειρείται ο έλεγχος ή/και η εξουδετέρωση των πρώτων. Οι ψυχαναγκασμοί διακρίνονται σε φανερούς και σε μη φανερούς. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για συμπεριφορές που αφορούν πράξεις ενώ στη δεύτερη γίνεται λόγος για συγκαλυμμένες ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές σε νοητικό, γνωστικό επίπεδο. Οι δυο αυτοί τύποι ασκούν τον ίδιο ρόλο σε ψυχολογικό επίπεδο ουδετεροποιώντας την κατάσταση που δημιουργεί η ιδεοληψία και με στόχο την εξουδετέρωση της. Έτσι, όμως, ενισχύονται οι ιδεοληψίες και εμποδίζεται η εξοικείωση με πιο λειτουργικές σκέψεις και αντιδράσεις (Παπακώστας, 1994).
Στην περίπτωση της ΙΨΑΔ, υπάρχουν ορισμένοι τύποι ιδεοληψιών που εμφανίζονται πιο συχνά στις κλινικές περιπτώσεις (Wilhelm & Steketee, 2006), οι εξής:
Ιδεοληψίες μόλυνσης. Σε αυτή την περίπτωση, και η αμυδρή πιθανότητα ύπαρξης μικροβίων στο περιβάλλον δημιουργεί υπερβολική αίσθηση απειλής και ακατανίκητη τάση μείωσης των μολυσματικών πηγών (όπως: σωματικά υγρά, μικρόβια/ασθένειες, περιβαλλοντική μόλυνση, χημικές ουσίες, βρομιά/ακαθαρσία, χώμα). Οι σκέψεις, συνήθως, έχουν να κάνουν με τη μολυσματική πηγή: «Το πόμολο είναι βρώμικο, μπορεί να κολλήσω κάτι» ή «’Ίσως τα χέρια μου να μην είναι καθαρά και να γέμισα μικρόβια» (Clark, 2007).
Οι ιδεοληψίες μόλυνσης συνοδεύονται συνήθως από ψυχαναγκασμούς καθαριότητας. Ως φανεροί ψυχαναγκασμοί μπορεί να εφαρμόζονται το υπερβολικό, συχνό, πλύσιμο των χεριών, των μαλλιών, καθαριότητα των οικιακών ή άλλων αντικειμένων, κάτι το οποίο διαρκεί πολλή ώρα ή γίνεται με συγκεκριμένο τελετουργικό. Ως μη φανερός ψυχαναγκασμός μπορεί να εφαρμοστεί: η επανάληψη μιας προσευχής, μιας φράσης (π.χ. «δεν θα αρρωστήσω»), η αντικατάσταση της λέξης «μόλυνση» με τη λέξη «υγεία» και η επανάληψη αυτής με στόχο την ακύρωση της πρώτης (Hoffmann, 2009).
Ιδεοληψίες αμφιβολίας. Στην περίπτωση αυτή, το άτομο αμφιβάλλει για το αν έκλεισε την βρύση, τον θερμοσίφωνα και γενικά υπάρχει αμφιβολία για πράγματα που θα μπορούσαν δυνητικά να βλάψουν τον εαυτό, τους άλλους. Οι ιδεοληψίες αμφιβολίας συνοδεύονται από ψυχαναγκασμούς ελέγχου (π.χ. το άτομο ελέγχει πολλές φορές εάν έκλεισε το μάτι της κουζίνας κ.α.). Το αίσθημα της αμφιβολίας συνδέεται και με το φόβο της απώλειας του ελέγχου. Το άτομο, δηλαδή, αμφιβάλει για τις πράξεις του και τις σκέψεις του σε υπερβολικό βαθμό (π.χ. φοβάται ότι θα ενεργήσει παρορμητικά και θα βλάψει είτε τον εαυτό του είτε τους άλλους, φοβάται την παρουσία βίαιων εικόνων στο νου του, ότι θα κραυγάσει βρισιές κ.α.) (Wilhelm & Steketee, 2006).
Για παράδειγμα, «αν ξεχάσω το θερμοσίφωνα αναμμένο μπορεί να καεί όλη η γειτονιά», «αν σκέφτομαι βίαιες πράξεις μπορεί να πάθει κακό η οικογένεια μου». Οι ιδεοληψίες αυτές συνήθως συνοδεύονται από ψυχαναγκασμούς ελέγχου και επιβεβαίωσης. Ο ψυχαναγκαστικός έλεγχος μπορεί να περιλαμβάνει τον επαναλαμβανόμενο έλεγχο ότι π.χ. ο θερμοσίφωνας είναι κλειστός για να υπάρχει σιγουριά ότι δεν ξέχασε κάτι. Επίσης, μπορεί να ζητάει επιβεβαίωση από γνωστούς και φίλους ότι δεν έχει βλάψει τον εαυτό του ή κάποιον άλλον ή να αναζητάει πληροφορίες στο internet, εφημερίδες. Να ανατρέχει σε ειδικούς για να τον διαβεβαιώσουν ότι δεν έχει χάσει τον έλεγχο ή ότι δεν έχει «τρελαθεί», να επαναλαμβάνει διάφορες δραστηριότητες, όπως το να ξαναδιαβάζει ή να ξαναγράφει κάτι και να επαναλαμβάνει δραστηριότητες και κινήσεις. Σε νοητικό επίπεδο, το άτομο μπορεί να κάνει νοητική ανασκόπηση των γεγονότων για να αποφύγει κάτι κακό για τον εαυτό του και τους άλλους (π.χ. ανασκόπηση γεγονότων που δείχνουν ότι έχει κάνει μια καλή πράξη στο παρελθόν). Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιεί την επανάληψη μιας προσευχής, το μέτρημα με σκοπό να ολοκληρωθεί η δραστηριότητα σε «καλό» αριθμό, την αντικατάσταση της βρισιάς με την επανάληψη μιας «καλής» λέξης ανά μια ώρα με στόχο να την εξαλείψει (Wilhelm & Steketee, 2006).
Ιδεοληψίες με υπερβολική σημασία στην τελειότητα. Το περιεχόμενο των ιδεοληψιών αυτών σχετίζεται με την έγνοια για ομοιομορφία, συμμετρία, ακρίβεια, τάξη (π.χ. «τα πράγματα πρέπει να είναι πάντοτε στη θέση τους αλλιώς μπορεί να μας βρει κανένα κακό»). Παράλληλα, το άτομο μπορεί να έχει έντονη ανάγκη να γνωρίζει ή να θυμάται κάτι, φοβάται ότι θα χάσει ή θα ξεχάσει σημαντικές πληροφορίες και δυσκολεύεται να αποφασίσει εάν θα φυλάξει ή θα ξεφορτωθεί κάτι (Wilhelm & Steketee, 2006).
Οι φανεροί ψυχαναγκασμοί μπορεί να αφορούν την συσσώρευση αντικειμένων με συνέπεια την ακαταστασία, την τοποθέτηση των αντικειμένων σε συγκεκριμένη σειρά ή ανακατάταξη τους μέχρι να νιώσει ότι είναι στη σωστή θέση. Το άτομο μπορεί να ρωτάει τη γνώμη των άλλων συνέχεια για να λάβει μια απόφαση, επιβεβαίωση και καθησυχασμό. Οι συγκεκαλυμμένοι ψυχαναγκασμοί μπορεί να αφορούν τη νοητική επανάληψη μιας φράσης, όπως «όλα θα είναι τέλεια», ή ενός ποιήματος ή της προπαίδειας ή την αντικατάσταση της σκέψης «ακαταστασία» με τη σκέψη «είμαι σπουδαίος».
Άλλες κατηγορίες ιδεοληψιών αφορούν σκέψεις, εικόνες σεξουαλικού περιεχομένου, παρορμήσεις και σκέψεις πρόκλησης κακού. Το άτομο μπορεί να έχει ιδεοληψίες που έχουν να κάνουν με επιθετική σεξουαλική συμπεριφορά προς άλλα άτομα, με σεξουαλικές ιδεοληψίες για παιδιά ή αιμομιξία, με ιδεοληψίες ομοφυλοφιλίας, με διεστραμμένες σεξουαλικές παρορμήσεις προς άλλα άτομα. Παράδειγμα: «Μια γυναίκα φοβόταν ότι θα προκαλέσει κάποια βλάβη στο σύντροφό της επειδή είχε έντονες σκέψεις ότι θα τον σκοτώσει στον ύπνο του….. Όταν έρχονταν αυτές οι ιδεοληψίες επαναλάμβανε ότι έκανε εκείνη τη στιγμή, τόσες φορές μέχρι να νιώσει ότι έχει φύγει αυτή η σκέψη (φανερός ψυχαναγκασμός). Ταυτόχρονα, σκεφτόταν μια θετική σκέψη, «είμαι ερωτευμένη μαζί του και τον αγαπάω» (μη φανερός), για να εξουδετερώσει την αρνητική σκέψη αναφορικά με την πρόκληση βλάβης (Clark, 2007).
Το περιεχόμενο των ιδεοληψιών μπορεί να σχετίζεται και με: την υπέρμετρη ενασχόληση με μεταφυσικά θέματα, το τι είναι σωστό/λάθος ή με την ηθική. Επίσης, μπορεί να παρουσιάζονται ως μια ψευδο-φιλοσοφική συζήτηση με τον εαυτό για διάφορα θέματα συνήθως άλυτα (π.χ. «πώς να είναι άραγε ο θεός») και να περιέχουν διάφορες προληπτικές ιδέες για διάφορα θέματα, όπως τους αριθμούς: «ξοδεύοντας ένα χαρτονόμισμα που περιέχει το νούμερο 19 θα συμβεί κάτι κακό σε αγαπητό μου πρόσωπο» (Hoffmann, 2009).
Βιβλιογραφικές Αναφορές
- Γκοτζαμάνης, Κ. (2004). Διαγνωστικά Κριτήρια DSM-IV-TR. Αθήνα: Ιατρικές εκδόσεις Λίτσα.
- Παπακώστας, Ι. (1994). Γνωσιακή ψυχοθεραπεία: Θεωρία και πράξη. Αθήνα: Ινστιτούτο Έρευνας της Συμπεριφοράς.
- Clark, A.D. (2007). Cognitive Behavioral Therapy for OCD. New York: The Guilford Press.
- Hoffmann, N. (2009). Όταν το άγχος και οι ψυχαναγκασμοί περιορίζουν τη ζωή. Θεσσαλονίκη: University Studios Press.
- Wilhelm, S. & Steketee, G.S. (2006). Cognitive Therapy for Obsessive-Compulsive Disorder: A Guide for Professionals. Oakland: New Harbinger Publications Inc.