Η κατάθλιψη (Α μέρος)
Η διαταραχή της κατάθλιψης πρόκειται για μια συναισθηματική διαταραχή η οποία διαταράσσει τη σκέψη, τη συμπεριφορά αλλά και τις φυσιολογικές λειτουργίες του ατόμου. Το άτομο είναι συνήθως απαισιόδοξο, αρνητικό, με έντονες ιδέες ενοχής και αναξιότητας. Παραμελεί την προσωπική του φροντίδα και τις κοινωνικές του δραστηριότητες. Εμφανίζει προβλήματα στον ύπνο, στην πρόληψη τροφής, μειώνεται η σεξουαλική διάθεση, ενώ δεν λείπουν και οι σωματικές ενοχλήσεις.
Το Γνωσιακό Μοντέλο της κατάθλιψης στηρίζεται στις θεωρήσεις του Beck για τη διαταραχή και συγκεκριμένα στην Καταθλιπτική Γνωσιακή Τριάδα. Η τριάδα αφορά στο περιεχόμενο των σκέψεων του ατόμου και συνίσταται από αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό, τους άλλους και το μέλλον. Το άτομο, δηλαδή, νιώθει ενοχές για πράξεις του παρελθόντος, κάνει σκληρή και άδικη αυτοκριτική και κατηγορεί τον εαυτό του για λάθη ή παραλήψεις. Αυτό συνήθως συμβάλλει στην ανάπτυξη αυτό-χαρακτηρισμών όπως: «είμαι άχρηστος, ανεπαρκής, ανάξιος κ.α.». Ο αρνητισμός αυτός στρέφεται και προς τους άλλους και τον κόσμο γενικότερα. Έτσι, μέσα σε ένα κλίμα ανηδονίας, επιλεκτικού εστιασμού και κριτικής των αρνητικών, το άτομο αναπτύσσει αντιλήψεις και σκέψεις ότι οι άλλοι του επιφυλάσσουν μόνο δυσκολίες και εμπόδια στις επιδιώξεις του ενώ παράλληλα δεν αντλεί καμία ευχαρίστηση από αυτούς: «τίποτα δεν αξίζει, κανένας δεν τα πάει καλά άρα ούτε και εγώ, κανένας δε νοιάζεται για μένα..». Το άτομο νιώθει μόνο του, απελπισμένο, αβοήθητο και βλέπει απαισιόδοξα το μέλλον του. Συχνές είναι οι εκφράσεις: «πάντοτε θα είναι έτσι τα πράγματα, ποτέ δεν θα γίνω καλύτερα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, είμαι καταδικασμένος» (Westbrook, Kennerley&Kirk, 2010).
Η αυτοκριτική, ο γενικότερος αρνητισμός και το αίσθημα της απελπισίας έχει άμεσες επιπτώσεις στις φυσιολογικές λειτουργίες του ατόμου, στις γνωστικές (εκπτώσεις στην προσοχή, στη συγκέντρωση, στη μνήμη), στη συμπεριφορά (αδιαφορία και παραμέληση της προσωπικής φροντίδας και υγιεινής, κοινωνική απομόνωση και περιορισμένη κινητικότητα). Σημειώνεται ότι η απελπισία που νιώθει το άτομο είναι συχνά τόσο έντονη που δεν λείπουν οι σκέψεις, η επιθυμία, τα σχέδια αλλά και οι απόπειρες αυτοκτονίας (Παπακώστας, 1994).
Εκτός από το περιεχόμενο της σκέψης, σύμφωνα με τον Beck, εμφανίζονται προβλήματα και στη λειτουργία και στη δομή της. Συγκεκριμένα, η λειτουργία της σκέψης παρουσιάζει μια σειρά από διεργασιακά λάθη εξαιτίας της αρνητικά προκατειλημμένης επεξεργασίας των ερεθισμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό η μνήμη είναι επιλεκτικά στραμμένη σε αρνητικές εμπειρίες, το ίδιο και η προσοχή (Παπακώστας, 1994). Το άτομο ανακαλεί μόνο τα αρνητικά γεγονότα, με έναν προκατειλημμένο τρόπο προσέχει πληροφορίες σύμφωνες με την αρνητική του οπτική και συνεπώς αντιλαμβάνεται αρνητικά την κατάσταση και την ερμηνεύει εξίσου αρνητικά (Westbrooketal., 2010). Η σκέψη είναι διπολική χωρίς ενδιάμεσες εναλλακτικές προσεγγίσεις (Παπακώστας, 1994), ενώ δεν λείπουν τα αυθαίρετα συμπεράσματα (καταλήγουν στο πιο αρνητικό συμπέρασμα χωρίς καν να υπάρχουν ενδείξεις) και η εξολοκλήρου ανάληψη των ευθυνών από το άτομο –προσωποποίηση (αυτός φταίει και μόνο αυτός για όλα), (Moore&Garland, 2003). Με το συγκεκριμένο τρόπο αντίληψης το άτομο αποδίδει μια σταθερότητα και χρονιότητα στην όλη κατάσταση, «πάντα έτσι ήμουν ένας ηλίθιος». Έτσι παραγνωρίζονται τα θετικά στοιχεία και επιτεύγματα στα οποία αποδίδεται μια προσωρινότητα που οφείλεται σε εξωγενείς και τυχαίους παράγοντες, π.χ. «αυτό είναι τυχαίο, έγινε σωστά επειδή με βοήθησε κάποιος άλλος» (Westbrooketal., 2010).
Στην περίπτωση της δομής της σκέψης, υποστηρίζεται ότι υπάρχουν δυσπροσαρμοστικά σχήματα, βαθύτερες πεποιθήσεις, πίστεις, τα οποία έχουν να κάνουν με θέματα απώλειας, ήττας, αποτυχίας (Σίμος, 2010). Αυτά δρουν αναποτελεσματικά στον τρόπο αντίληψης των εμπειριών και ζημιογόνα στην όλη στάση του ατόμου (Παπακώστας, 1994). Για παράδειγμα, οι δυσλειτουργικές πεποιθήσεις ενός ατόμου με έντονο το φόβο της απώλειας και της απόρριψης, μπορεί να έχουν ως εξής: «Αν κάποιος με κρίνει ή με απορρίψει δείχνει ότι είμαι άτομο μη αγαπητό και δεν αξίζω να αγαπηθώ. Δεν μπορώ να είμαι ευτυχισμένος αν δεν είμαι αγαπητό από τους άλλους» (Moore&Garland, 2003).
Βιβλιογραφικές αναφορές
Παπακώστας, Ι. (1994). Γνωσιακή ψυχοθεραπεία: Θεωρία και πράξη. Αθήνα: Ινστιτούτο Έρευνας της Συμπεριφοράς.
Σίμος, Γ. (2010). Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία: Ένας οδηγός για την κλινική πράξη. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
Moore, R. G. & Garland, A. (2003). Cognitive Therapy for Chronic and Persistent Depression. USA: John Wiley & Sons Inc.
Westbrook, D., Kennerley, H. & Kirk, J. (2010). Εισαγωγή στη Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία. Α. Καλαντζή-Αζίζι & Κ. Ευθυμίου (Επιμ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.