Αν σας δείξω πως αισθάνομαι πραγματικά, δεν θα με αγαπήσετε, θα με εγκαταλείψετε.
Αν με ήξεραν πραγματικά, δεν θα με συμπαθούσαν.
Πόσο οικείες είναι αυτές οι φράσεις στον καθένα μας; Πόσο μας προσδιορίζουν και σε ποιο βαθμό;

Οι εν λόγω φράσεις είναι παραδείγματα σκέψεων που εκφράζουν μερικούς από τους μεγαλύτερους φόβους μας, το Φόβο της Επίκρισης, το Φόβο της Απόρριψης και το Φόβο της Εγκατάλειψης. Παράλληλα, αποτελούν ένα μοτίβο τρόπου σκέψης μέσω του οποίου εκφράζονται στοιχεία της προσωπικότητας μας, των βαθύτερων πεποιθήσεων μας όπως αυτά παράχθηκαν, αναπτύχθηκαν και διαμορφώθηκαν από τους ρόλους και την αλληλεπίδραση με τους σημαντικούς μας άλλους. Επιπλέον, φαίνεται να πυροδοτούν μια σειρά από λειτουργικές ή λιγότερο λειτουργικές προσαρμοστικές αντιδράσεις και συμπεριφορές.

Οι φράσεις ή καλύτερα οι σκέψεις αυτές, εκτός από το φοβικό τους περιεχόμενο, διακρίνονται και από ιδιαίτερα αμφιθυμικά χαρακτηριστικά. Φαίνονται ικανές να εσωτερικεύουν και να αναζωπυρώνουν μια σύγκρουση μεταξύ δυο ρόλων, με πρωταγωνιστές κάποιον που απαιτεί και κάποιον που αντιστέκεται.
Στην πραγματικότητα, εκφράζουν τη σύγκρουση μεταξύ του εσωτερικευμένου και απαιτητικού γονέα και του αντισκεκόμενου παιδιού για θέματα που έχουν να κάνουν με την υποστήριξη ή την υπονόμευση της αναπτυσσόμενης τάσης, της ανάγκης του παιδιού για ανεξαρτησία και αυτονομία. Μια εσωτερική πάλη που αναπαράγεται ή και εκδραματίζεται συνεχώς με συνέπεια το άτομο να παραλύει και να νιώθει ότι περιορίζεται από τις εσωτερικές αντιφάσεις που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση αυτών των δυο ρόλων. Απόρροια του τελευταίουαποτελεί το γεγονός ότι έννοιες και συναισθήματα όπωςη αγάπη, η οικειότητα να σχετίζονται με φόβους μέσα σε ένα κλίμα αμφιθυμίας. Και αυτό, γιατί ενώ το άτομο επιθυμεί την εγγύτητα των άλλων, φαίνεται να τη βιώνει σε ένα βαθμό ως εισβολή, ως παραβίαση του ελέγχου, ως απώλεια της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας του.

Το τελευταίο γίνεται αντιληπτό και ως μια συνεχής εξωτερική πίεση στην οποία όμως είναι αρκετά εξοικειωμένο λόγω της γενικότερης προσπάθειας του να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των άλλων. Για το λόγο αυτό πιέζει αρκετά τον εαυτό του να είναι ευχάριστο, υπεύθυνο, αξιόπιστο άτομο, και να κάνει αυτό που περιμένουν οι άλλοι.
Επιπλέον, συνηθίζει να λειτουργεί κατευναστικά ή συμβιβαστικά αποφεύγοντας να εκφράσει τα πραγματικά του συναισθήματα. Υιοθετεί το ρόλο του καλού παιδιού για να κερδίσει την αγάπη των άλλων όπως στο παρελθόν είχε κερδίσει την αγάπη των γονιών του και προσπαθεί να ισορροπήσει τις γονικές εσωτερικευμένες πιέσεις, τις υψηλές προσδοκίες για τον εαυτό του και το αίσθημα ότι με τον ρόλο που υποδύεται δεν θα είναι ποτέ αυθεντικό, δεν θα μπορεί να νιώσει ότι αγαπιέται για αυτό που είναι πραγματικά.
Αντίθετα εξαιτίας του υποδυόμενου ρόλου, αναπτύσσει μια δυσπιστία απέναντι στον κόσμο και πιστεύει ότι: Αν σας δείξω πως αισθάνομαι πραγματικά δεν θα με αγαπήσετε- θα με εγκαταλείψετε… Η πεποίθηση αυτή γίνεται ακόμα πιο αμφιθυμική καθώς μέσα από τον μηρυκασμό των σκέψεων του αναδύονται ενοχές και τυχόν αυτό-κατηγορίες για την ύπαρξη λαθών αναφορικά με την αλληλεπίδραση του με τους άλλους.

Οι απογοητεύσεις ως προϊόν των προσωπικών του σχέσεων συσσωρεύονται χωρίς να τις αντιμετωπίζει, μέχρι να μην μπορεί να διαχειριστεί τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια. Στην περίπτωση αυτή υιοθετεί συμπεριφορές που του επιτρέπουν να φύγει από τις σχέσεις που πλήττουν την αυτονομία του χωρίς αντιπαράθεση. Είτε αποσύρεται χωρίς εξήγηση είτε προκαλεί στο σύντροφο του τέτοια δυσφορία ώστε να το απορρίψει. Η απόρριψη αυτή του δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσει εκ νέου το αίσθημα της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας χωρίς να το βαραίνει η ενοχή μιας αρνητικής στάσης.

Τελικά πόσο αυτόνομος είναι αυτός ο τύπος προσωπικότητας ή πόσο δέσμιος της ανεξαρτησίας του; Είναι άραγε επιλογή του η τάση για αυτονομία ή αποτελεί μια προκαθορισμένη συνθήκη μέσα στην οποία προσπαθεί να ισορροπήσει το αίσθημα της ανεξαρτησίας, με το αίσθημα της αποδοχής και το φόβο της απόρριψης; Μια προσπάθεια εξισορρόπησης αντικρουόμενων αναγκών που προκαλούν συναισθηματικές συγκρούσεις για το άτομο κυρίως όταν αυτό εστιάζει σε αυτό που νομίζει ότι πρέπει να κάνει και χάνει τη σύνδεση με αυτό που πραγματικά θέλει.

Μέσα σε αυτό το πεδίο της πεισμονής και της κοπιώδους προσπάθειας από το ίδιο το άτομο να δώσει λύσεις στα διλήμματα και τις παγίδες που έχει θέσει ποια θα μπορούσε να είναι η υποστήριξη και ποιο προσανατολισμό θα μπορούσε να έχει η θεραπεία;

Please follow and like us:
Pin Share