Το τελευταίο διάστημα, πλήθος επιστημόνων έχει αρχίσει να μελετά την εφαρμογή της θεωρίας του δεσμού στην κλινική πρακτική και στην ψυχοθεραπεία. Μάλιστα, θεωρείται ότι ενώ δεν υπάρχει συγκεκριμένη σχολή Bowlby ή μορφή ψυχοθεραπείας τα βασικά στοιχεία της θεωρίας του μπορούν να εφαρμοστούν σε όλες τις μορφές ψυχοθεραπείας καθώς και σε διάφορες θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Υποστηρίζεται ότι η θεωρία και η έρευνα γύρω από αυτή, έχει συνεισφέρει σημαντικά στην ανάλυση εκείνων των διαδικασιών που βρίσκονται στο υπόβαθρο αμυντικών δομών υπεύθυνων για την καλή ψυχική υγεία. Όπως, για παράδειγμα, η αλληλεπίδραση γνωστικών και συναισθηματικών διεργασιών διαφορετικών για το κάθε τύπο δεσμού στο πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεων. Κάτι τέτοιο μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στη διάγνωση και θεραπεία των ψυχικών διαταραχών και ιδιαίτερα του άγχους και της κατάθλιψης.
Επιπλέον, η συλλογιστική της θεωρίας δεσμού προσφέρει μεγάλες προοπτικές για την κατανόηση του συναισθήματος σε κλινικές και μη περιπτώσεις. Η γνώση των συναισθημάτων και των γνωστικών στρατηγικών που ενδεχομένως εφαρμόζουν οι ανασφαλείς τύποι δεσμού μπορούν να δώσουν τη δυνατότητα στο θεραπευτή να διαγνώσει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία κεντρικών συναισθημάτων όπως φόβου, θυμού, την αδυναμία κατανόηση τους ή και την βίωση αυτών (εξαιτίας της λανθασμένης κοινωνικοποίησης των συναισθημάτων από τους γονείς- φροντιστές) καθώς και την ανάγκη αυτών των ατόμων για σύναψη ισχυρών δεσμών (Καφέτσιος, 2012).
Με οδηγό τη θεωρία του δεσμού, ο θεραπευτής μπορεί να οδηγηθεί σε καλύτερη διάγνωση του τρόπου με τον οποίο ο πελάτης αντιλαμβάνεται και συναισθάνεται τον εαυτό του και σημαντικά για αυτόν πρόσωπα καθώς και τον ίδιο τον θεραπευτή. Σημαντική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι να μπορεί ο θεραπευτής να κατανοήσει και σε ένα βαθμό να βιώσει τα συναισθήματα του θεραπευόμενου. Να έχει δηλαδή ενσυναίσθηση. Μια διαδικασία η οποία εμπερικλείει δυναμικά τα στοιχεία της σχέσης μεταξύ βρέφους και φροντιστή.
Για το λόγο αυτό η θεραπευτική σχέση και συγκεκριμένα η θεραπευτική συμμαχία γίνεται ορατή βάση της θεωρίας δεσμού και αποτελεί την ασφαλή βάση πάνω στην οποία στηρίζεται όλη η θεραπευτική προσέγγιση. Οι πεποιθήσεις που έχει διαμορφώσει το άτομο για τις σχέσεις του με τους άλλους χαρακτηρίζουν (σε επίπεδο αντιλήψεων, προβλέψεων) και τη σχέση του με το θεραπευτή. Αυτό συνεπάγεται ότι ένα άτομο με ανεπαρκή και άκαμπτα σχήματα των σχέσεων προσκόλλησης θα επιβάλει αυτά τα μοντέλα στη σχέση του με το θεραπευτή. Στην περίπτωση αυτή στόχος του θεραπευτή και του θεραπευόμενου είναι η κατανόηση των δυσλειτουργικών σχημάτων για τον εαυτό και τα πρόσωπα της προσκόλλησης. Ο θεραπευτής μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά σε αυτό λειτουργώντας με αξιοπιστία στην κοινή συνεργασία για την αμφισβήτηση των εσωτερικών σχημάτων (Bretherton, 1992).
Παράλληλα, βασικά στοιχεία της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας, όπως για παράδειγμα η συνέπεια, η κανονικότητα, η αξιοπιστία, ο συνδυασμός ζεστασιάς και τήρησης σταθερών ορίων μπορούν να ειδωθούν σε αναλογία με την απαντητικότητα της μητέρας στο παιδί της αλλά και στον συντονισμό μητέρας – παιδιού στα πλαίσια μιας ασφαλούς και απαντητικής σχέσης. Τα στοιχεία αυτά είναι κοινά μεταξύ μητέρας παιδιού και θεραπευτή- θεραπευόμενου.
Στην πρώτη περίπτωση απώτερος στόχος είναι η δημιουργία μιας σχέσης –δεσμού που θα εξασφαλίσει την προσαρμογή και την επιβίωση του ατόμου. Στη δεύτερη περίπτωση, καλλιεργείται μια θεραπευτική σχέση η οποία δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα που θα επιτρέψει στο άτομο να αλλάξει από ανασφαλή σε ασφαλή προσκόλληση. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της επιλογής του σωστού χρόνου και τρόπου εφαρμογής ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων και της γενικότερης λεκτικής –μη λεκτικής στάσης και συναισθηματικής προσέγγισης του θεραπευτή προς τον θεραπευόμενο.
Στην ψυχοθεραπεία, η μη-λεκτική επικοινωνία μεταξύ του θεραπευτή και του θεραπευόμενου έχει ιδιαίτερη σημασία για την επικοινωνία τους. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στη σχέση γονέα-παιδιού ιδιαίτερα στη βρεφική ηλικία που δεν έχει αναπτυχθεί η γλώσσα. Ο ρόλος του θεραπευτή (όπως και του γονέα) είναι να παρακολουθήσει για μη λεκτικά σήματα, να τα ερμηνεύσει και να ανταποκριθεί σε αυτές αναλόγως. Η ικανότητα του θεραπευτή να αντανακλά τη συναισθηματική εμπειρία του θεραπευόμενου, να την ερμηνεύει και να του την παρουσιάζει προς επεξεργασία αποτελεί χαρακτηριστικό ενός ασφαλούς δεσμού μέσα στον οποίο υπάρχει συντονισμός και ανταπόκριση και από τους δυο πόλους, όπως σημειώνει ο Peter Fonagy (2001) στο βιβλίο του με τίτλο: Attachment Theory and Psychoanalysis (2001), (Sonkin, 2005).
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η θεραπευτική σχέση δεν έχει και δεν αποκτά στατικό χαρακτήρα, αντιθέτως επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες όπως για παράδειγμα από την εμπλοκή περιβαλλοντικών παραγόντων. Το ίδιο συμβαίνει και στην διαμόρφωση του δεσμού προσκόλλησης. Επιπλέον, η ανάπτυξη μιας σύντονης επικοινωνίας με ανταπόκριση και απαντητικότητα σε λεκτικό, μη λεκτικό και συναισθηματικό επίπεδο είναι ιδιαίτερης σημασίας για την ανάπτυξη της θεραπευτικής σχέσης.
Τα στοιχεία αυτά υποδεικνύουν την ομοιότητα που παρουσιάζει η θεραπευτική σχέση και ο δεσμός μεταξύ παιδιού-μητέρας υπό το πρίσμα της θεωρίας του Bowlby. Ο Bowlby, μάλιστα θεωρούσε ότι ο θεραπευτής μπορεί να έχει το ίδιο δυναμικό ρόλο στη διαμόρφωση του δεσμού όπως και ο φροντιστής στη σχέση του με το παιδί. Παράλληλα, μπορεί να αποτελέσει το άτομο από το οποίο ο θεραπευόμενος θα αντλεί δύναμη. Για το λόγω αυτό, υποστήριζε ότι ο θεραπευτής θα πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως φιγούρα προσκόλλησης, ανεξάρτητα από το εάν ο θεραπευόμενος το αντιλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο.
Επιπλέον, πλαισίωνε τη θεραπευτική σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου στα ίδια τέσσερα χαρακτηριστικά της σχέσης γονέα-παιδιού για να τονίσει την αντιστοιχία. Συγκεκριμένα, έκανε λόγω για διατήρηση της εγγύτητας (ο θεραπευόμενος θα «πλησιάσει» τον θεραπευτή με στόχο να του επικοινωνήσει τα προβλήματα του και να συζητήσουν για αυτά). Άγχος, αγωνία, αποχωρισμό (ο θεραπευόμενος θα βιώσει άγχος, φόβο εάν χρειαστεί τον θεραπευτή αλλά αυτός δεν είναι διαθέσιμος). Ασφάλεια (ο θεραπευόμενος θα αναζητήσει τον θεραπευόμενο με στόχο να ζητήσει βοήθεια και να επιλύσει το άγχος του ή το φόβο του). Ασφαλή βάση (ο θεραπευόμενος θα χρησιμοποιήσει τον θεραπευτή ως μια ασφαλή βάση για να εξερευνήσει τον εαυτό του, την προσωπικότητα του).
Η αντιστοιχία δεν περιορίζεται μόνο στα χαρακτηριστικά αλλά και στη διαδικασία ανάπτυξης του δεσμού και της θεραπευτικής σχέσης. Θεωρείται ότι ακολουθεί παρόμοια διαδικασία η οποία συνήθως συνίσταται σε σταδιακή ανάπτυξη δεσμού, σε οριοθετημένη και στοχο-κατευθυνόμενη σχέση η οποία παρέχει και τη δυνατότητα διορθώσεων.
Επιπλέον, όλες οι αλλαγές που ενδεχομένως μπορεί να συμβούν σε μια θεραπευτική σχέση (διακοπές, επανασυνδέσεις κ.α.) μπορεί να ενεργοποιήσουν το συμπεριφορικό σύστημα δεσμού και να εκδηλωθεί άγχος στο άτομο, ιδιαίτερα όταν αυτό προέρχεται από δυσμενείς δεσμούς.
Η διαφορά όμως της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας και σχέσης είναι ότι μέσα σε αυτή ο θεραπευόμενος έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί τις αναπαραστάσεις και τα βιώματα που του προκαλούν άγχος, να επανεκτιμήσει τη λειτουργικότητα τους και να μάθει νέες μεθόδους ρύθμισης τους.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Bretherton, I. (1992). The origins of attachment theory: John Bowlby and Mary Ainsworth. Developmental Psychology, 28, 759-775.
Καφέτσιος, Κ. (2012). Ενεργά μοντέλα δεσμού ενηλίκων και ψυχική υγεία: Επισκόπηση της περιοχής και προτάσεις για κλινική εφαρμογή και έρευνα. Encephalos Journal. Retrieved February, 05, 2012 from: http://www.encephalos.gr/full/40-1-04g.htm
Sonkin, J.D. (2005). Attachment Theory and Psychotherapy. The California Therapist, (17), 68-77.